ὀργανῶν — ὀργαίνω make angry fut part act masc nom sg (attic epic doric) ὀργανόω to be organized pres part act masc voc sg (doric aeolic) ὀργανόω to be organized pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ὀργανόω to be organized pres part act masc… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μουσείο Ελληνικών Λαϊκών Μουσικών Οργάνων (Αθηνών) — Η συλλογή, έργο ζωής του Φοίβου Ανωγειαννάκη, στεγάζεται στο όμορφο και λιτό αρχοντικό του 1842, του οπλαρχηγού Λασσάνη, στην καρδιά της Πλάκας (Διογένους 1 3, Πλατεία Αέρηδων). Για τη συλλογή των 1.200 περίπου λαϊκών οργάνων, που είναι η… … Dictionary of Greek
Μουσείο Αρχαίων, Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Οργάνων (Θεσσαλονίκης) — Το Μουσείο Αρχαίων, Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Οργάνων ιδρύθηκε το 1997 για να φιλοξενήσει 200 και πλέον όργανα και αντίγραφα οργάνων στο ιδιόκτητο αναπαλαιωμένο κτίριο της τράπεζας Πειραιώς που βρίσκεται στην οδό Κατούνη 12 14 (περιοχή… … Dictionary of Greek
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
διοικητικά συστήματα — Τα συστήματα οργάνωσης της κρατικής διοίκησης και κατ’ επέκταση της διοίκησης κάθε συλλογικού φορέα. Τα κύρια συστήματα διοικητικής οργάνωσης είναι δύο: το συγκεντρωτικό και το αποκεντρωτικό. Στο συγκεντρωτικό σύστημα, η εξουσία ενός διοικητικού… … Dictionary of Greek
ανατομία — Η επιστήμη που μελετά τη μορφή και τη δομή των έμβιων οργανισμών. Υποδιαιρείται σε α. των φυτών, α. των ζώων και α. του ανθρώπου. Η τελευταία διαιρείται και αυτή σε δύο βασικούς κλάδους: την περιγραφική και την τοπογραφική. Η περιγραφική… … Dictionary of Greek
ιεραρχία — (Νομ.). Θεσμός του διοικητικού δικαίου, βάσει του οποίου είναι οργανωμένο το συγκεντρωτικό διοικητικό σύστημα. Πρόκειται για την οργάνωση των υπηρεσιών κατά βαθμίδες για το προσωπικό, με τέτοιον τρόπο ώστε οι υφιστάμενοι να ασκούν τα καθήκοντά… … Dictionary of Greek
σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… … Dictionary of Greek
μουσικά όργανα — Σύμφωνα με τη φύση των σωμάτων που είναι προορισμένα να παράγουν ήχο (αν και μερικοί μελετητές τείνουν προς μια ιστορική ταξινόμηση), τα μ.ό. διακρίνονται σε τέσσερις μεγάλες κατηγορίες: τα ιδιόφωνα, τα μεμβρανόφωνα, τα χορδόφωνα και τα αερόφωνα … Dictionary of Greek
δίκαιο — Ο όρος δ. είναι ιδιαίτερα ευρύς και χρησιμοποιείται με περισσότερες από μία σημασίες. Γενικά ο όρος δ. χρησιμοποιείται για να προσδώσει την έννοια του ορθού και του πρέποντος σε πράξεις και σε συμπεριφορές.Ως στενός νομικός όρος υπέστη εκτεταμένη … Dictionary of Greek